επάνω

επάνω
1. επίρρ. I
1) наверху, вверху; наверх, вверх; выше;

εκεί επάνω — там наверху;

εδώ επάνω — здесь наверху;

ανεβείτε επάνω — поднимитесь наверх;

σήκω επάνω — вставай, поднимайся;

2) на (ком-л.); при (ком-л.);

επάνω μου — а) на мне; — б) на меня, на себя;

ρίξε επάνω σου το παλτό — накинь пальто;

τό παίρνω επάνω μου το ζήτημα — этот вопрос я беру на себя;

τό παίρνω επάνω μου το παιδί ο — ребёнке позабочусь я; — е) при мне, с собой;

βαστώ ( — или έχω) επάνω μου — иметь при себе;

δεν έχω χρήματα επάνω μου — у меня при себе нет денег;

3) против, на;

επάνω μας — на нас, против нас;

επεσε επάνω μας σαν θηρίο — он набросился на нас как зверь;

II με π ров.
1):

επάνω σε — а) на;

επάνω στο τραπέζι — на столе;

επάνω στο δέντρο — на дереве;

τό σπίτι τώγραψα επάνω στη γυναίκα μου — дом я записал да жену;

επάνω στο δρόμο — на улице;

б) в момент, во время;

ήλθε επάνω στον καυγά — он пришёл как раз в момент ссоры;

επάνω στο θυμό μου — в момент гнева;

επάνω στη δουλειά μου — во время работы;

επάνω στην ώώρα — вовремя; — в) против;

πλέουμε επάνωεπάνω στον καιρό — плывём против ветра;

2):

επάνω από — а) сверх, более; — выше;

επάνω από χίλιοι — более тысячи;

επάνω από είκοσι χρόνια — более двадцати лет;

επάνω από τη ρίζα — выше корня;

επάνω απ' όλα η αγάπη — превыше всего любовь; — б) над;

επάνω από το τραπέζι — над столом;

3):

κατ' επάνω — против;

ώρμησε κατ' επάνω μας — он набросился на нас;

III με αντων. :

επάνω πού — в тот момент, когда;

επάνω πού λέγαμε γιά σένα — как раз в тот момент, когда говорили о тебе;

επάνω πού είμαστε γιά να φύγουμε — в тот момент, когда мы собирались уходить;

IV με σύνδ.
1):

έως ( — или ως) επάνω — доверху;

γεμίζω το ποτήρι μου 'έως επάνω — наполнить свой стакан до краёв;

2):

κι' επάνω — выше; — более;

τα παιδιά από έξ χρονών κι' επάνω — дети шести лет и старше;

εκατό οκάδες κι' επάνω — более ста ока;

τρείς μήνες κι' επάνω — более трёх месяцев;

§ επάνω - επάνω а) слегка;

б) поверхностно;

του τα είπα επάνω - επάνω — я ему только (слегка) намекнул;

επάνω -κάτω — около, приблизительно, примерно;

είμαστε είκοσι επάνω -κάτω — нас было около двадцати человек;

είναι επάνω -κάτω το ίδιο — это примерно одно и то же;

παίρνω επάνω μου — поправляться, набираться сил;

πήρε επάνω του ο άρρωστος — больной поправился;

η ελιά με το κλάδεμα πήρε επάνω της — после подрезания оливковое дерево ожило;

τό παίρνω επάνω μου — много брать на себя; — зазнаваться, мнить о себе;

πέφτω επάνω σ' έναν — случайно встретить кого-л.;

τα κάνω επάνω μου — обделаться; — наложить в штаны (тж. перен. );

τα έκανε επάνω του — он здорово струхнул;

2. επίθ. άκλ. верхний;

τό επάνω μέρος — верхняя часть;

τό επάνω πάτωμα — верхний этаж;

οι επάνω — живущие на верхнем этаже;

ο επάνω κόσμος — жизнь на земле;

§ τό επάνω επάνω — верхний слой (масла, .молока, супа)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "επάνω" в других словарях:

  • επάνω — και (α)πάνω και (α)πάνου επίρρ. τοπ. 1. άνω, ψηλά, σε τόπο ή σημείο ψηλότερο σχετικά με τον ομιλητή: Ποιος είναι εκεί πάνω; 2. πάνω σε κάτι, πάνω στο: Το άφησα πάνω στο θρανίο. 3. εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς κάποια διεύθυνση: Όρμησε πάνω του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπάνω — above indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Αρχάνες — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 400 μ., 3.860 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται χτισμένη μέσα σε κοιλάδα, ανατολικά του υψώματος Γιούχτα, όπου κατά τη μυθολογία πέθανε ο Δίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην… …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Βάθεια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 152 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Ελούντα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 154 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, προς την ακτή του κόλπου Μιραμπέλλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου. Η ονομασία Ελούντα προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Επίδαυρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 137 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 19 χλμ. ΒΑ του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επιδαύρου …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Επισκοπή — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 129 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Καλαμώνας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 250 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, 24 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλούδων του νομού Δωδεκανήσου …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Κάμπος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 38 κάτ.) της Ίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιητών του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Επάνω Κρυά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 8 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του όρους Ορνού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»